Διαχρονικό χιούμορ

Γιάννης Αντωνόπουλος ιστορικός και σκιτσογράφος
Η δημοσίευση ενός σκίτσου του Τάσου Αναστασίου στην εφημερίδα «Αυγή» που παρουσίαζε τον υπουργό οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανκ Σόιμπλε σαν αξιωματικό της Βέρμαχτ προκάλεσε πολλαπλές αντιδράσεις από εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους αφετηρίες.
Φυσικά το συγκεκριμένο σκίτσο δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο που δημοσιεύεται στα ελληνικά ΜΜΕ συνδέοντας πρόσωπα της γερμανικής πολιτικής σκηνής με το σκοτεινό ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας (τη μερίδα του λέοντος σε αυτές τις αναγωγές κατέχει η καγκελάριος Μέρκελ). Από την άλλη, πλεονάζει κατά τα τελευταία χρόνια η κάθε λογής αναπαραγωγή στερεοτύπων κατά της Ελλάδας και των Ελλήνων από μερίδα του κίτρινου γερμανικού τύπου, που ορισμένες φορές παίρνει τον χαρακτήρα ανοιχτής ανθελληνικής προπαγάνδας.
Οι γελοιογραφίες έχουν πρωταγωνιστήσει στην καλλιέργεια αυτών των εκατέρωθεν στερεοτύπων, διαδραματίζοντας έναν «επιθετικό έως ύπουλο ρόλο» (σύμφωνα με τον Γερμανό ελληνιστή καθηγητή κ. Hans Eideneier) [1].
Όμως οι γελοιογραφίες που στηλιτεύουν, έστω με υπερβολικό τρόπο, τη γερμανική πολιτική στην Ελλάδα, δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Είναι σχεδόν τόσο παλιές όσο οι ελληνογερμανικές σχέσεις!
Στη δεκαετία του 1890, δηλαδή κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, οι αφορμές για τέτοιου είδους πικρή σάτιρα από τον ελληνικό σατιρικό τύπο ήταν πολλές. Το ίδιο και οι αφορμές για την όξυνση των σχέσεων του ελληνικού κράτους με το τότε γερμανικό Ράιχ. Μέσα από ορισμένες επιλεγμένες γελοιογραφίες εκείνης της περιόδου θα επιχειρήσουμε να περιηγηθούμε σε μια δύσκολη εποχή για το ελληνικό κράτος, η οποία κατά πολλούς παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το σήμερα.
Η πτώχευση και οι «Γερμανοεβραίοι τραπεζίτες»
Η χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας το 1893 αποτέλεσε μια τέτοια αφορμή που επιδείνωσε ραγδαία τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Γερμανία. Ο λόγος είναι απλός: η γερμανική κεφαλαιαγορά είχε καλύψει κατά την προηγούμενη δεκαετία τα 3/5 του ελληνικού εξωτερικού χρέους. Επομένως κατά την κήρυξη πτώχευσης, η Γερμανία αποτελούσε τον μεγαλύτερο δανειστή της Ελλάδας. Ήταν ένα σαφές πλήγμα για τους Γερμανούς κατόχους ελληνικών κρατικών χρεογράφων, αξίας περίπου 200 εκατομμυρίων μάρκων, αλλά και για τα γερμανικά συμφέροντα στην Ελλάδα γενικότερα.
Μετά την πτώχευση η κυβέρνηση Τρικούπη ανέλαβε τη διαπραγμάτευση των όρων του πτωχευτικού συμβιβασμού με τους δανειστές, λαμβάνοντας σχετική εξουσιοδότηση από τη Βουλή. Στα τέλη Μαΐου του 1894 έφτασαν στην Αθήνα τρεις πληρεξούσιοι των επιτροπών των ομολογιούχων της Αγγλίας (M. E. Grant Duff), της Γαλλίας (J. Ornstein) και της Γερμανίας (Max Staevie). Οι διαπραγματεύσεις αποδείχτηκαν δύσκολες, καθώς οι ξένοι πληρεξούσιοι έθεταν όρους τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε απαράδεκτους. [2]
Οι γελοιογραφίες που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Σκριπ [3] σχολιάζουν με ιδιαίτερα σκωπτικό τρόπο την άφιξη των αντιπροσώπων. Ένα σκίτσο του φύλλου της 29/5/1893 παρομοιάζει τις σκληρές διαπραγματεύσεις για τον συμβιβασμό με μια διελκυστίνδα μεταξύ Τρικούπη και αντιπροσώπων, επισημαίνοντας τον κίνδυνο στο τέλος “το σκοινί να κοπή”. (Εικ. 1)

Σε διαφορετικό μήκος κύματος, η θρυλική εφημερίδα Νέος Αριστοφάνης [4] καυτηριάζει τους χειρισμούς Τρικούπη θεωρώντας τους δουλοπρεπείς. Συγκεκριμένα, παρουσιάζει τον Τρικούπη σε δύο καρέ, καταρχήν να ζητάει και άλλα δάνεια από τους αντιπροσώπους, ενώ στη συνέχεια να τους υποκλίνεται. (Εικ. 2)

Η πληγωμένη εθνική αξιοπρέπεια είναι η πραγματική διάσταση που προβάλλεται στις γελοιογραφίες του Νέου Αριστοφάνη. [5] Σε προηγούμενο φύλλο του παρομοιάζει τον οικονομικό έλεγχο με ένα σφαγείο, στο οποίο είναι κρεμασμένο το γυμνό σώμα της Ελλάδας και οι τρεις πληρεξούσιοι (ο Γερμανός πρώτος από αριστερά) ακονίζουν τα χασαπομάχαιρά τους. (Εικ. 3) Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »